Η έλλειψη χώρου και οι υψηλές τιμές στα νεκροταφεία της Αττικής οδηγούν σε μεγάλες καθυστερήσεις στις ταφές, που μπορούν να φτάσουν και τις δέκα ημέρες
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ: Άγγελος Σκορδάς
ΓΡΑΦΟΥΝ: Ανδρέας Αγγελόπουλος, Βελίκα Καραβάλτσιου, Μαρία Κρουστάλη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός
Ο θάνατος είναι ένα φυσικό και αναπόφευκτο κομμάτι του κύκλου της ζωής και συνάμα μια διαδικασία επώδυνη και σκληρή για όσους χάνουν κάποιον δικό τους. Οταν, μάλιστα, πρέπει άμεσα να διευθετηθούν οι συνθήκες για την «τελευταία κατοικία», τα πράγματα οφείλουν να είναι αξιοπρεπή και σίγουρα όχι περαιτέρω επιβαρυντικά, πολύπλοκα και δύσκολα.
Ωστόσο, στην ελληνική πραγματικότητα μόνο έτσι δεν είναι. Ιδιαίτερα σε μια πολυπληθή περιοχή, όπως η Αττική, η εύρεση χώρου ταφής δυσκολεύει χρονιά με τη χρονιά και τα συνεπακόλουθα προβλήματα (καθυστερήσεις, πρόωρες εκταφές κ.ά.) διαρκώς οξύνονται.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, κάθε χρόνο στην Αττική αποβιώνουν 45.000 με 48.000 άνθρωποι, με την πανδημία των τελευταίων ετών να συμβάλλει αρνητικά στην αύξηση των θανάτων.
Διαπιστωμένο και χρόνιο πρόβλημα
Η έλλειψη χώρου για την ταφή των νεκρών είναι πρόβλημα διαπιστωμένο και χρόνιο, ιδιαίτερα στον Δήμο Αθηναίων. Μιλώντας στο «Βήμα» ο αντιδήμαρχος Αστικής Υποδομής, Κατασκευών και Κτιριακών Εργων του Δήμου Αθηναίων Γιώργος Αποστολόπουλος τονίζει πως σε μία πόλη χτισμένη σε τέτοιο βαθμό δεν υπάρχει ελεύθερος χώρος στα ήδη υπάρχοντα κοιμητήρια, αλλά ούτε και κάποια άλλη επαρκής έκταση για τη δημιουργία νέου χώρου ταφής. «Αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να βρεθεί η τεράστια έκταση των 100-150 στρεμμάτων που απαιτείται, οπότε πρέπει να εξυπηρετούμε τις ανάγκες στους υπάρχοντες χώρους» σημειώνει.
Ουσιαστικά, σύμφωνα με τον ίδιο, οι ταφές εξαρτώνται από τις εκταφές, οι οποίες με βάση τον ισχύοντα κανονισμό γίνονται στα τρία χρόνια. «Μόνο σε πολύ ειδικές περιπτώσεις μπορεί να δοθεί παράταση, μια απόφαση που πρέπει να περάσει από Δημοτικό Συμβούλιο. Για παράδειγμα, εάν ο εκλιπών λάμβανε αποδεδειγμένα φάρμακα που μπορεί να καθυστερήσουν την αποσύνθεση του σώματος, τότε οι οικείοι του δικαιούται να αιτηθούν παράταση» αναφέρει και προσθέτει πως «οι εκταφές είναι κάτι το ξεπερασμένο, ωστόσο αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο».
Οι σκέψεις για νέο νεκροταφείο
Οπως τονίζει ο αρμόδιος αντιδήμαρχος, στον Δήμο Αθηναίων υπάρχει το Α’ Νεκροταφείο, όπου υπάρχει μεν κάποια διαθεσιμότητα τάφων αλλά οι τιμές για τη χρήση τους είναι σχεδόν απαγορευτικές. Στο Β’ Νεκροταφείο η διαθεσιμότητα είναι ελάχιστη και ουσιαστικά εξαρτάται από το αν θα γίνουν εκταφές, κάτι που ισχύει και για το Γ’ Νεκροταφείο, όπου εξυπηρετούνται και θανόντες από όμορους δήμους. «Η εύρεση χώρου κατάλληλου για τη δημιουργία νέου νεκροταφείου είναι κάτι που εξετάζει συνέχεια η Δημοτική Αρχή».
Επιπρόσθετα, επισημαίνεται πως τα τελευταία χρόνια η έλλειψη χώρου είναι τέτοια που μπορεί να χρειαστεί να περάσουν ημέρες έως ότου τελεστεί η νεκρώσιμος ακολουθία. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Σωματείου Ιδιοκτητών Γραφείων Τελετών Αθηνών Τάσο Σακαλόγλου, στα μικρά νεκροταφεία υπάρχουν προβλήματα με την αναμονή ειδικά την περίοδο των γιορτών. Οπως αναφέρει, «πολλές φορές κάποιος μπορεί να περιμένει από μία εβδομάδα μέχρι 10 μέρες». Παράλληλα, εξηγεί πως το νεκροταφείο δεν μπορεί να κάνει από μόνο του εκταφή, καθώς είναι υποχρεωτικό στη διαδικασία να παρευρίσκεται κάποιος οικείος.
«Αναγκαστική αναμονή»
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Σωματείου Ιδιοκτητών Γραφείου Τελετών Πειραιώς Θεόδωρος Πιτσιρίκος υπογραμμίζει πως η διαθεσιμότητα των τάφων είναι ένα γενικό ζήτημα. «Μεγαλύτερη διαθεσιμότητα υπάρχει κυρίως στους τάφους πολυτελείας, λόγω υψηλού κόστους, ενώ στην οικονομική ζώνη υπάρχει αναγκαστική αναμονή τουλάχιστον τριών-τεσσάρων ημερών» εξηγεί.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Κοιμητηρίων Δημοσθένης Σταματάτος αναφέρει πως στο Νεκροταφείο Σχιστού δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα με τη χωρητικότητα. «Κατά μέσο όρο εμείς κάνουμε την ημέρα 15 ταφές και αντίστοιχα κάνουμε τον ίδιο αριθμό εκταφών. Αλλά υπάρχουν και στιγμές που δεν μπορώ να τις ελέγξω» περιγράφει και συνεχίζει: «Εχουμε ένα ανεκτέλεστο έργο το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο 28% των συνολικά 330 στρεμμάτων του Σχιστού. Αρα έχουμε ακόμα χώρο».
Επίσης, αναφέρει πως ο νόμος που διέπει τη λειτουργία των κοιμητηρίων τέθηκε σε εφαρμογή το 1968. «Εν έτει 2023 έχουν περάσει τόσα χρόνια και δεν έχει αναμορφωθεί αυτός ο αναχρονιστικός νόμος, τον οποίο έχει υπογράψει ο αντιβασιλέας… Ζωιτάκης. Θα πρέπει να πάμε σε έναν εκσυγχρονισμό. Αλλωστε, ο σεβασμός κατά τη διαδικασία της ταφής αποτελεί ένδειξη πολιτισμού» προσθέτει.
Ο αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος και Κοινωνικής Πολιτικής Χαλανδρίου Κώστας Ευθυμίου υπογραμμίζει πως στον εν λόγω δήμο δεν δίνονται οικογενειακοί τάφοι από το 2014 διότι υπάρχει τρομακτικό πρόβλημα χωρητικότητας: «Μετά την COVID-19 έχουμε αύξηση των θανάτων, με αποτέλεσμα όλα τα κοιμητήρια να πιέζονται. Η αναμονή κάποιων ημερών στην ταφή είναι πολύ επιβαρυντική για την ψυχολογία της οικογένειας. Σε διάφορες περιόδους, όπως τον χειμώνα αλλά και τον Αύγουστο, παλεύουμε ιδιαίτερα και βρισκόμαστε σε οριακό σημείο για τη διευθέτηση των αιτημάτων». Οπως λέει, έχει γίνει πρόταση για επέκταση του κοιμητηρίου και υπάρχει πρόβλεψη για διώροφους τάφους ώστε να εξασφαλιστεί χώρος, ωστόσο τα πράγματα – προς το παρόν – παραμένουν ως έχουν.
10 μεγάλα κοιμητήρια, τα οποία καλύπτουν τις ανάγκες πολλών δήμων, λειτουργούν στο Λεκανοπέδιο Αττικής, ενώ υπάρχουν και 50 μικρότερα, στα οποία μπορούν να ταφούν αποκλειστικά δημότες των συγκεκριμένων περιοχών.
«Ενα σκοτεινό σύστημα που εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο πόνο»
Με τη φράση «ο θάνατος είναι ένα πρόβλημα των ζωντανών», η Γεωργία Π. περιγράφει στο «Βήμα» την περιπέτεια που ακολούθησε τον θάνατο του πατέρα της: «Πέραν του πένθους, το οποίο από μόνο του είναι μια ιδιαίτερα επώδυνη διαδικασία, έχεις να ασχοληθείς και με όλα τα σκληρά διαδικαστικά. Γι’ αυτό και οι συνθήκες κατάληξης ενός ανθρώπου οφείλουν να είναι, αν μη τι άλλο, αξιοπρεπείς. Εμείς κηδέψαμε τον πατέρα μου στο Κοιμητήριο Ζωγράφου και από την αρχή μας είπαν ότι αν θέλουμε στο μέλλον να αγοράσουμε τον τάφο θα ήταν πιο εύκολο να πάμε στη Γ’ ζώνη. Επειδή η μητέρα μου πήγαινε καθημερινά, στα τρία χρόνια κάναμε αίτηση για αγορά. Ωστόσο, απορρίφθηκε και ήταν κάτι πολύ δύσκολο. Πήραμε παράταση και κάναμε δύο ενστάσεις. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί δεν προχωρούσε το αίτημα».
Στο τέλος, όπως αναφέρει, επειδή πλησίαζαν οι… εκλογές – και μετά από αμέτρητα τηλεφωνήματα – το αίτημα έγινε δεκτό. Βέβαια, πληρώσαμε 10.000 ευρώ, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για μία συνταξιούχο. Αλλά δεν θέλαμε να ζήσουμε τη φρίκη της εκταφής. Νιώθω ότι έχω απέναντι ένα σύστημα που έχει εξελιχθεί σε μία ιδιαίτερα επικερδή βιομηχανία. Ενα σκοτεινό σύστημα από υπηρεσίες της αυτοδιοίκησης και γραφεία τελετών που εν τέλει εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο» λέει.
Ο Ηλίας Κ. χαρακτηρίζει την εκταφή του πατέρα του ως πιο σκληρό κι από τον ίδιο τον θάνατο. «Τον είχαμε θάψει στο Κοιμητήριο Χολαργού, ωστόσο, λόγω έλλειψης χώρου και μόλις ολοκληρώθηκε η τριετία έπρεπε να γίνει η εκταφή. Μια δεύτερη κηδεία. Πρέπει να είσαι εκεί και αφού σου εξηγήσουν όλες τις μακάβριες λεπτομέρειες να το δεις. Τα παπούτσια του δικού σου ανθρώπου άθικτα, το μαντιλάκι που κάποτε σκέπαζε το πρόσωπό του να στέκει εκεί. Οχι όμως και ο ίδιος, όχι όπως τον θυμόσουν. Τουλάχιστον ήμασταν τυχεροί και η φύση είχε κάνει το έργο της, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις…».
Διαφορετικά «τιμολόγια» ανά περιοχή
Η ανισότητα του… πάνω κόσμου φαίνεται να συνεχίζεται και στα αναπαυτήρια των ψυχών, καθώς όσοι θέλουν να αγοράσουν οικογενειακό τάφο βρίσκονται αντιμέτωποι με ζώνες και κατηγορίες. Η «τελευταία κατοικία» διέπεται από τους κανόνες που ισχύουν και στην αγορά ακινήτων, μόνο που εδώ ο πωλητής είναι αποκλειστικά η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Οι τιμές λοιπόν ποικίλλουν, με το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών (με 10.233 οικογενειακούς τάφους και 2.077 τάφους τριετίας) να περιλαμβάνει στα 170 στρέμματά του τα ακριβότερα «οικόπεδα». Ενδεικτικά, ένας τάφος σε «καλή» ζώνη φτάνει τις 100.000 ευρώ.
Στο πιο λαϊκό, αλλά κορεσμένο, Κοιμητήριο Ζωγράφου ένας απλός τάφος μπορεί να αποκτηθεί με ένα ποσό της τάξεως των 10.000 ευρώ.
Στο Νεκροταφείο Σχιστού, όπως λέει στο «Βήμα» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Κοιμητηρίων Δημοσθένης Σταματάτος, η τιμή των οικογενειακών τάφων αυτή τη στιγμή σύμφωνα με τον πίνακα τελών κυμαίνεται από τα 3.900 ευρώ και φτάνει μέχρι τα 4.500 ευρώ. Επιπλέον, όπως τονίζει, δεν αγοράζει κανείς οικόπεδο ή γη: «Ουσιαστικά, αγοράζουν το δικαίωμα για τα επόμενα 100 χρόνια. Κατά τα άλλα, η “γη” παραμένει στην ιδιοκτησία του εκάστοτε κοιμητηρίου. Πρέπει να γίνει κατανοητό αυτό. Στον τάφο μπαίνουν οι ανιόντες και οι κατιόντες του ατόμου που τον έχει αγοράσει». Στο Σχιστό το δικαίωμα ταφής ξεκινά από 200 ευρώ και φτάνει μέχρι τα 650 ευρώ, σύμφωνα με τον πίνακα τελών που ισχύει κάθε έτος, ενώ η παράταση με το πέρας της τριετίας – σε περίπτωση που παρέχεται αυτή η δυνατότητα – ξεκινά από έξι μήνες και φτάνει τον έναν χρόνο.
Στου Ζωγράφου, όπως αναφέρει η αναπληρώτρια προϊσταμένη Αθανασία Τσίκα, οι οικογενειακοί τάφοι ξεκινούν από 8.580 ευρώ και φτάνουν έως 25.300 ευρώ. Συνολικά υπάρχουν 14.000 τάφοι, με το 1/3 αυτών να είναι οικογενειακοί. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, γίνεται προσπάθεια ποσόστωσης ανάμεσα σε οικογενειακούς και «τριετείς» τάφους. «Αν οι αιτήσεις είναι πολλές κοιτάμε αν μιλάμε για μεγάλο ή μικρό ηλικιακά άνθρωπο. Προσπαθούμε να είμαστε στα πλαίσια λογικής, γι’ αυτό προηγούνται τα παιδιά» συμπληρώνει η Αθανασία Τσίκα.
Ο εντεταλμένος σύμβουλος Κοιμητηρίου Νέας Φιλαδέλφειας Ηλίας Τάφας, από την πλευρά του, σημειώνει πως εκεί ο οικογενειακός τάφος φτάνει μέχρι και τις 18.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τάφοι 9 και 12 τετραγωνικών, Α’ κατηγορίας και πολυτελείας.
Συγκεκριμένα, 1.300 ευρώ ανά τετραγωνικό κοστίζει ένας τάφος Α’ κατηγορίας και 1.500 ευρώ ανά τετραγωνικό ο τάφος πολυτελείας. Ωστόσο, δεν πληρώνεται αμέσως καθώς δίνεται 40% προκαταβολή και το υπόλοιπο σε 12 μήνες. Παράλληλα, ο οικογενειακός τάφος δεν χρειάζεται εκταφή από τη στιγμή που σου έχει παραχωρηθεί. «Αν κάνεις εκταφή βάζεις τα κόκαλα στο κουτί και τα βάζεις στον ίδιο τον οικογενειακό τάφο και δεν πληρώνεις παρατάσεις. Συναισθηματικά υπάρχει ένα σημείο αναφοράς για την οικογένεια σου και αυτό είναι το πλεονέκτημα» υπογραμμίζει. Ο ίδιος εξηγεί πως είναι στη διακριτική ευχέρεια του κοιμητηρίου αν θα δώσει παράταση μετά τη λήξη της τριετίας. «Πάντα πρέπει να υπάρχουν θέσεις ταφής. Μετά τα δύο έτη παράτασης είναι σαν να πληρώνεις ξανά κηδεία» καταλήγει.
Στη Νίκαια, οι τάφοι – ακόμη και σε καλά σημεία – κοστίζουν μέχρι 35.000 ευρώ, ενώ στις «μέτριες» ζώνες μπορεί να αποκτηθούν και με 8.000. Τέλος, στο Νεκροταφείο Παλαιού Φαλήρου, ένας απλός τάφος κοστίζει περί τις 5.000 ευρώ.