Του Στρατή Μαζίδη
Μολονότι το βασικό θέμα της συζήτησης ήταν τα Δημοτικά Ιατρεία, τόσο ο δήμαρχος Βασίλης Ζορμπάς όσο και η Λαϊκή Συσπείρωση του επικεφαλής της Ανδρέα Γκιζιώτη αλλά και του Γιώργου Τσιμπουκάκη ανέδειξαν το θέμα στην πιο σωστή διάστασή του η οποία είναι η ενίσχυση και σωστή λειτουργία του άλλοτε ΙΚΑ, πρώην ΠΕΔΥ και σημερινού Κέντρου Υγείας Αγίας Παρασκευής στη Μεσογείων.
Όπως ενημέρωσε ο δήμαρχος ο οποίος έχει υπηρετήσει επί σειρά ετών ως πνευμονολόγος στη συγκεκριμένη δομή, αυτή δεν εξυπηρετεί μόνο τους 90.000 κατοίκους της πόλης μας αλλά περίπου 250.000 ανθρώπους που έρχονται και από τους γύρω δήμους. Ωστόσο είναι χαρακτηριστικό ότι με την ουσιαστική μετατροπή της σε εμβολιαστικό κέντρο ως επί το πλείστον οι χρόνοι αναμονής για τις πιο περιζήτητες ειδικότητες κοντεύουν να ακουμπήσουν τους δύο μήνες όπως είναι ο παθολόγος και ο καρδιολόγος.
Κατά το δήμαρχο αλλά και τους συμβούλους της Λαϊκής Συσπείρωσης αυτό που πρέπει να διεκδικηθεί είναι η άμεση ενίσχυση του Κέντρου Υγείας το οποίο σταδιακά τα τελευταία χρόνια αποψιλώνεται από γιατρούς με τις προσφερόμενες υπηρεσίες να απαξιώνονται.
Ενώ κάποτε διέθετε δύο με τρεις γυναικολόγους σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας, οι παθολόγοι είναι μόλις τρεις, οι καρδιολόγοι ομοίως ενώ ορθοπεδικός είναι μόνο ένας.
Όσον αφορά το Κέντρο Υγείας η προσωπική μου εμπειρία που το δούλεψα πολλά χρόνια είναι ότι κάποτε έκλεινες ραντεβού με τον παθολόγο και εν πάση περιπτώσει αν ήσουν τυχερός μπορούσες να πετύχεις κοντινή ημερομηνία, αν ήσουν πιο άτυχος μέσα σε 20 μέρες τον έβλεπες. Μαθαίνοντας λοιπόν τους χρόνους με τους οποίους λειτουργούσε το τότε ΙΚΑ, μπορούσες να προγραμματίζεις τις εξετάσεις σου και την πραγματοποίηση τους και μέσα στην ίδια τη μονάδα.
Επίσης αρκετοί δημότες πραγματοποιήσαμε εκεί τους εμβολιασμούς των παιδιών, ενώ επισκεφτήκαμε τους παιδιάτρους όποτε τυχόν προέκυπτε κάτι και χρειαζόταν ιατρική εξέταση. Κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση τα χρόνια που επισκεπτόμουν τότε τον παθολόγο ήταν ότι πάντοτε το χαρτί του γιατρού στην πόρτα ήταν γεμάτο ραντεβού ωστόσο όμως δεν τον περίμενε ποτέ κανένας. Πολλές φορές πήγαινα νωρίτερα και έμπαινα μέσα ανενόχλητος.
Δοκιμάζοντας μετά από χρόνια να τον ξαναβρώ για να μου γράψει εξετάσεις κατά την περσινή χρονιά κλείνοντας ραντεβού μέσα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα διαπίστωσα ότι τελικά δεν μπορούσα να κάνω τη δουλειά μου. Έκλεινα το ραντεβού και μετά από ενάμιση μήνα όταν πλησίαζε η ώρα του ραντεβού με ειδοποιούσαν από τη μονάδα ότι αυτό ακυρώνεται γιατί ο γιατρός θα λείπει. Κλείνω εκ νέου ραντεβού και ξανά, ω του θαύματος, μια εβδομάδα πριν το ραντεβού, νέα ακύρωση. Αποτέλεσμα; Δεν ξανασχολήθηκα και αυτά που δεν τσέκαρα, τα βρήκα μπροστά μου.
Συνεπώς η άποψη του κ. Ζορμπά και των κ.κ. Γκιζιώτη, Τσιμπουκάκη, ότι πρέπει να έρθουν επιπλέον γιατροί στο Κέντρο Υγείας και ο χρόνος αναμονής για ένα ραντεβού να μην υπερβαίνει τις 15 μέρες είναι μεν σωστή αρκεί να προστεθεί σε αυτό ότι δεν μπορούμε να κλείνουμε τα ραντεβού μας, να κάνουμε τον προγραμματισμό μας και αυτά να ακυρώνονται γιατί ο γιατρός... πήρε άδεια ενώ έχει προγραμματισμένα ραντεβού.
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, αν υπήρχε, θα είχε διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας καθοδηγώντας σωστά τους ασθενείς και αποτρέποντας την πίεση των νοσοκομείων.
Όσον αφορά τα δημοτικά ιατρεία, θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι το όραμα του Μιχάλη Γαβρά σε μία συνέντευξη που μου είχε δώσει στα πρώτα βήματα αυτής της σελίδας και έχοντάς με ξεναγήσει τότε στα νέα κτίρια στα Πευκάκια ήταν αυτά να ξεφύγουν από ένα πλαίσιο συνταγογραφήσεων και να παράσχουν πραγματικές υπηρεσίες υγείας στους δημότες. Δυστυχώς όμως αυτό για να σταθεί χρειάζεται δύο πράγματα το πρώτο ένα σοβαρό και οργανωμένο κράτος που επενδύει στην υγεία και δεν τη θεωρεί πεταμένα χρήματα και το δεύτερο ότι οι συνεργαζόμενοι γιατροί θα πληρώνονται για τις υπηρεσίες που παρέχουν.
Χθες άκουσα αρκετούς να μιλούν για εθελοντισμό. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι εδώ δεν είμαστε σε κάποια υποσαχάρια δημοκρατία ούτε σε εμπόλεμη ζώνη όπου ο εθελοντισμός στην ιατρική αποτελεί ενδεχομένως το Α και το Ω. Υποτίθεται πως ζούμε σε οργανωμένο κράτος το οποίο οφείλει να παρέχει αυτές τις υπηρεσίες στους πολίτες του οι οποίοι το τροφοδοτούν με τους φόρους τους και όχι να μεταθέτει την ευθύνη στους δήμους και αυτοί με πετσοκομμένες τις Κ.Α.Π. να αναζητούν εθελοντές για να ανταποκριθούν.
Επίσης, η αλλαγή του συστήματος της συνταγογράφησης με το πέρασμα στο ηλεκτρονικό καθεστώς είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί κατά πολύ η προσέλευση στα δημοτικά ιατρεία και χθες ακούστηκαν συγκεκριμένα παραδείγματα και νούμερα που καθιστούσαν τη λειτουργία τους σχεδόν ασύμφορη.
Εν κατακλείδι το σωστό θα ήταν πρώτα να οργανωθεί σωστά το Κέντρο Υγείας της πόλης μας, να υπάρξει ένας περιορισμός όλων αυτών που έρχονται από τους άλλους δήμους ενώ διαθέτουν τα δικά τους Κέντρα, τα οποία ίσως, θα πρέπει και αυτά να ενισχυθούν, και αν υπάρχει δυνατότητα και τα κατάλληλα οικονομικά δεδομένα υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το Κέντρο Υγείας της πόλης λειτουργεί σωστά παρέχοντας σε φυσιολογικούς χρόνους πραγματική πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, να δούμε τότε ο δήμος αν πραγματικά χρειάζεται τα δημοτικά ιατρεία και σε ποια κατεύθυνση.
Να υπάρξει δηλαδή, ένας επανασχεδιασμός τους - τόσο ως προς τη θέση τους όσο και ως προς τον αριθμό τους και το τι παρέχουν - ο οποίος θα προκύψει σε συνεργασία με το Κέντρο Υγείας της πόλης για να δούμε που πραγματικά θα χρειαζόμαστε παραπάνω ενίσχυση και βοήθεια.
Ωστόσο δεν έχουμε πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, όταν μόλις χθες ο υπουργός υγείας ομολογεί ότι 12 μήνες μετά η Αττική όπου ζει σχεδόν η μισή Ελλάδα διαθέτει μόλις 262 κλίνες ΜΕΘ.
Οι δήμοι καλούνται και οφείλουν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο να προσεγγίσει επιτέλους αυτό το κράτος τη Δημόσια Υγεία με διαφορετικό τρόπο.