Ο ήχος του ανέμου, ο παφλασμός των κυμάτων και η θέα στο απέραντο γαλάζιο. Θα μπορούσε να είναι o τέλειος τρόπος για να ξεκινήσεις τη μέρα σου. Αυτή η γωνιά της Γης όμως δεν είναι περιζήτητη για τη μυσταγωγία των αισθήσεων που σου προσφέρει. Έγινε διάσημη ως ιδανική για να τελειώσεις τη ζωή σου… Η δημοφιλία για τους επίδοξους αυτόχειρες απηχεί στην ονομασία του: «Το Χάσμα» (the Gap). Πρόκειται για έναν απότομο βράχο, που ορθώνεται επιβλητικά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στην περιοχή της Νέας Ουαλίας του Σίδνεϊ.
Η φήμη του είναι… διαβόητη, καθώς θεωρείται μια από τις πιο πολυσύχναστες τοποθεσίες του κόσμου από ανθρώπους που επιχειρούν να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Οι αυτοκτονίες χρονολογούνται εδώ και δύο αιώνες. Καταμέτρηση τέτοιων σε επίσημα αρχεία δεν υπάρχει. Ίσως γιατί υπήρξε ένας άνθρωπος που το απέτρεψε. Όχι αποκρύπτοντας στοιχεία, αλλά σώζοντας τις ζωές 160 και πλέον συνανθρώπων του!
Τη στιγμή της μοιραίας απόφασης πριν από την πτώση στο κενό, τότε που το απονενοημένο διάβημα έχει ταχυδρομηθεί ήδη προς τον ουρανό, μια μειλίχια φωνή από το… πουθενά έσπαγε τη μακάβρια ηρεμία.
«Γιατί δεν έρχεστε για ένα φλιτζάνι τσάι;»! Δεν ακούγεται ό,τι πιο κατάλληλο ως προτροπή σε έναν άνθρωπο που ετοιμάζεται για την τελευταία βουτιά της ζωής του, ωστόσο κανείς ψυχολόγος σε αυτό τον κόσμο δεν θα μπορούσε να… μαλώσει τον Ντον Ρίτσι, υποδεικνύοντας του κάτι διαφορετικό. Είναι από τις περιπτώσεις που η επιστήμη θα υποκλινόταν στην πείρα.
Ο «καλός Σαμαρείτης» της Αυστραλίας χρησιμοποιούσε επί περίπου μισό αιώνα την ίδια ακριβώς ατάκα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι άνθρωποι που άλλαξαν γνώμη και τον ακολούθησαν στο σπίτι του για πρωινό ή ένα ζεστό ρόφημα ήταν 164.
Ο Ντον Ρίτσι γεννήθηκε το 1926 στο Σίδνεϊ. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο Βασιλικό Ναυτικό της Αυστραλίας και μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως ασφαλιστής. Το 1964, μετακόμισε με τη σύζυγό του σε ένα σπίτι ακριβώς απέναντι από τον επιβλητικό γκρεμό, για να απολαμβάνει την εντυπωσιακή θέα.
Σύντομα συνειδητοποίησε ότι το μέρος δεν ήταν ακριβώς όπως το είχε φανταστεί. Την πρώτη φορά που είδε κάποιον να εξαφανίζεται από την άκρη του γκρεμού αιφνιδιάστηκε. Τη δεύτερη δεν περίμενε ότι θα συμβεί ξανά και την τρίτη απλώς δεν πρόλαβε. Έκτοτε όμως ανέλαβε δράση.
Κάθε μέρα που ξυπνούσε, κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Καθισμένος στην αγαπημένη του δερμάτινη πράσινη καρέκλα, παρακολουθούσε με άγρυπνο βλέμμα το βράχο, για να δει μήπως κάποιος στεκόταν πολύ κοντά στον γκρεμό. Όταν βεβαιωνόταν ότι κάτι δε πήγαινε καλά, περπατούσε μέχρι το σημείο και με την κλασική φράση του ρωτούσε τον άγνωστο αν μπορεί να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει.
Αν και ακούγεται απίστευτα απλό, λειτουργούσε σχεδόν πάντα. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ο Ντον κατέληγε να τους συνοδεύει στο σπίτι του για τσάι ή πρωινό.
«Στην πραγματικότητα τους προσφέρω μια εναλλακτική λύση», είχε δηλώσει κάποτε. «Πάντα ενεργώ με φιλικό τρόπο, χαμογελάω και τους καλώ για ένα φλιτζάνι τσάι, απλά για να τους αποσπάσω την προσοχή».
Οι περισσότεροι υπέφεραν από κάποια ψυχική ασθένεια, ενώ άλλοι αντιμετώπιζαν οικονομικά ή προβλήματα υγείας.
«Ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να μεταπείσει τους ανθρώπους και πάντα έλεγε ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε τη δύναμη ενός καλοσυνάτου λόγου και ενός χαμόγελου», αναφέρει η μία από τις τρεις κόρες του.
Φυσικά δεν ήταν όλες οι παρεμβάσεις του αμιγώς φραστικές και δεν είχαν όλες αίσιο τέλος. Όταν ήταν πιο νέος, συνήθιζε να σκαρφαλώνει το φράχτη που υπήρχε στο γκρεμό, για να τραβήξει όσους προσπαθούσαν να πέσουν, ενώ η γυναίκα του καλούσε την αστυνομία. Άλλοι προσπαθούσαν να ελευθερωθούν από τα χέρια του για να πέσουν στο κενό.
Όσους δεν προλάβαινε ή δεν κατόρθωνε να σώσει, βοηθούσε τα συνεργεία διάσωσης να μεταφέρουν τα σώματά τους, ενώ στη συνέχεια καλούσε τους διασώστες σπίτι του για ένα ποτό της παρηγοριάς.
«Συχνά δε θέλουν να πεθάνουν, περισσότερο θέλουν να διώξουν τον πόνο και δε βρίσκουν άλλο τρόπο. Δεν μπορείς απλά να κάτσεις εκεί και να τους παρακολουθείς, πρέπει να προσπαθήσεις να τους σώσεις. Δεν νομίζω όμως ότι θα σταματήσει ποτέ. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να έρχονται πάντα εδώ», είχε δηλώσει ο άνθρωπος που απέκτησε το προσωνύμιο ο «άγγελος του Χάσματος».
Η προσπάθεια του να σώσει όποιους επιχειρούσαν να πέσουν, παραλίγο να του στοιχίσει κάποτε και τη δική του ζωή. Μια νεαρή γυναίκα προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τα χέρια του, ενώ εκείνος την τραβούσε από τον γκρεμό όταν μια απότομη κίνησή της πήγε να τους τραβήξει και τους δύο στην άβυσσο. Ωστόσο στάθηκε τυχερός, όπως και η γυναίκα.
Ορισμένοι θάνατοι έχουν καταγραφεί στο ημερολόγιό του, άλλοι είχαν μείνει χαραγμένοι στο μυαλό του. Ένα βράδυ είδε έναν νεαρό άνδρα να σκαρφαλώνει τον φράχτη. «Πήγα κοντά του και προσπάθησα να του μιλήσω, ρωτώντας τον από πού είναι. Δεν μιλούσε πολύ, απλά συνέχισε να κοιτάει το κενό. Του μιλούσα για περίπου μισή ώρα, νομίζοντας ότι είχα κάνει πρόοδο. Του πρότεινα να έρθει σπίτι για ένα φλιτζάνι τσάι, ή μια μπύρα. Εκείνος απάντησε ένα απλό «όχι» κι έπεσε. Μόλις που κατάφερα να πιάσω το καπέλο του την ώρα που το πήρε ο αέρας», είχε εκμυστηρευθεί.
Αργότερα, ο Ντον ανακάλυψε ότι ο 19χρονος είχε μεγαλώσει σε ένα από τα γειτονικά σπίτια και όταν ήταν μικρός έπαιζε συχνά με τα εγγόνια του.
Η πιο συνήθης αντίδραση πάντως των ανθρώπων που προσέγγιζε ήταν να μαζέψουν τα παπούτσια ή το πορτοφόλι τους από το έδαφος και να τον ακολουθήσουν στο σπίτι. Με τα χρόνια ανέπτυξε ικανότητες μετρ της εξομολόγησης και ψυχολογίας. Τα δώρα ευχαριστίας από ανθρώπους που είχαν σωθεί εξαιτίας του, έφταναν σωρηδόν στο σπίτι του.
Αν και ο ίδιος κατέγραψε 164 διασώσεις, η οικογένειά του πιστεύει ότι ήταν πάνω από 500…
«Δεν είχε μόνο το θάρρος, αλλά και το χάρισμα να «αγγίζει» τους ανθρώπους που πήγαιναν να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Είναι ένας άγγελος. Με παρηγορεί ότι η Τρέισι ένιωσε τη ζεστασιά και την ανθρωπιά του στις τελευταίες στιγμές της», έχει πει Ντάιαν Γκαντίν, που έχασε την κόρη της «στο Χάσμα» το 2005.
Ο Ντον πέρασε 45 χρόνια της ζωής του χρεωμένος ηθικά σε καθημερινή βάση το ιερό καθήκον να αποτρέπει αυτοκτονίες. Μπορούσε να μετακομίσει και να περάσει μια κανονική ζωή, αλλά αυτό το καθήκον τον κράτησε μέχρι τέλους εκεί.
Το 2006, του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Τάγματος της Αυστραλίας για τη συνολική προσφορά του και το 2011 το μετάλλιο του τοπικού ήρωα. «Φαντάζομαι κάποιος άλλος θα έρθει και θα συνεχίσει αυτό που έκανα», είχε δηλώσει σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, ανήσυχος, αλλά και αισιόδοξος ότι οι επόμενοι επίδοξοι αυτόχειρες δεν θα μείνουν αβοήθητοι.
Ο ίδιος έφυγε, σε ηλικία 86 ετών, για να συναντήσει όσους δεν κατάφερε να σώσει. Στις 13 Μαϊου του 2012 η Αυστραλία αποχαιρέτησε με τιμές… αγγέλου τον άνθρωπο που αφιέρωσε τη μισή ζωή του για να σπρώχνει το θάνατο στο «Χάσμα».