Πολλά πράγματα σε αυτή τη ζωή μπορούν να σου γεννήσουν αισθήματα λύπης. Ένα από αυτά ίσως το πιο δυνατό, είναι το αίσθημα της εγκατάλειψης και του ρημάγματος. Ή αλλιώς της ερήμωσης και κατά συνέπεια της νέκρας.
Μια βόλτα στην αγίου Ιωάννου που κάποτε έσφιζε από κινητικότητα ή στη Μεσογείων και έχουμε τη γλαφυρή εικόνα. Μαγαζιά άδεια, ξενοίκιαστα εδώ και καιρό. Κι όλο προστίθενται καινούρια στον ήδη μακρύ κατάλογο. Είναι πραγματικά οδυνηρό να βλέπεις μια επιχείρηση να κλείνει με τον κόσμο να οδηγείται στην ανεργία.
Η εγκατάλειψη όμως δεν συνίσταται μόνο στα κλειστά καταστήματα αλλά και στο πρόσωπα όσων ακόμη παλεύουν. Εγκατάλειψη από την πολιτεία που δεν κάνει αυτά που πρέπει για να διορθώσει τα δικά της κακώς κείμενα, αλλά στραγγαλίζει ότι πιθανώς υγιές υπάρχει ενώ παράλληλα όπως είδαμε και στα νέα της πόλης τα καταστήματα είναι απροστάτευτα μπροστά στους κάθε λογής διαρρήκτες.
Θα ισχυριστεί κανείς ότι η Αγία Παρασκευή δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη γενικότερη δίνη της εποχής. Ενδεχομένως να είναι έτσι, ίσως όμως υπάρχουν και άλλα στοιχεία που οφείλουμε να αξιολογήσουμε. Άραγε φταίει εξ ολοκλήρου η οικονομική κρίση με τα δυσβάστακτα μέτρα ή μήπως η μεγάλη φούσκα πάνω στην οποία στήθηκε το ψευδο-οικοδόμημα της νεοελληνικής οικονομίας; Άλλωστε και παλαιότερα είχαμε μάθει να ζούμε με λιγότερα, πάραυτα η αγορά εκινείτο. Γιατί; Επειδή δεν ήταν ακριβή. Το κομμωτήριο, η ταβέρνα, η καφετέρια, το ψητοπωλείο, το κατάστημα με τα ρούχα είχαν τιμολόγιο που απευθυνόταν σε βιοπαλαιστές. Η λεγόμενη αστική τάξη μπορούσε με ασφάλεια να διαθέσει ένα Χ ποσό και πάνω στη βάση αυτή λειτουργούσε η αγορά. Επίσης τα έξοδα λειτουργίας τους ήταν πολύ χαμηλότερα. Κάτι όμως η αίσθηση της ψεύτικης ανάπτυξης, κάτι η λογική του να αυξήσουμε περισσότερο του ενδεδειγμένου το κέρδος και κάτι η άνοδος του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων δίχως να μπει ένα φρένο (θα δείτε παρακάτω) και έχουμε το παζλ συμπληρωμένο.
Αυτή τη στιγμή πολύ θα ήθελαν αρκετοί επιχειρηματίες που έχουμε μιλήσει να κατεβάσουν το τιμολόγιό τους είτε μιλάμε για ένδυση είτε για διασκέδαση. Πώς όμως να γίνει αυτό όταν τα έξοδα λειτουργίας είναι πολύ υψηλά; Πώς να κατέβει ο καφές ή το σουβλάκι (που κάποτε έκανε 120 δρχ και σήμερα κοντεύει τις 700) όταν με το καλημέρα θες € 10.000,00 για ενοίκιο, συν Ο.Α.Ε.Ε., συν Ι.Κ.Α., συν Φ.Π.Α., συν περαίωση, συν ότι άλλο έκτακτο μέτρο εμπνευστούν οι μαθητευόμενοι μάγοι της οικονομίας. Τα ενοίκια όμως στην πόλη μας έχουν ξεφύγει και θα μπορούσε η επαναφορά τους σε normal επίπεδα να δώσει το φιλί της ζωής. Οι ιδιοκτήτες είχαν μάθει να ζητούν και να λαμβάνουν. Κανείς δεν τους έλεγε όχι. Το κόστος θα το επωμιζόταν μια αύξηση στις τιμές ή ένα ακόμη δάνειο της επιχείρησης. Οι καταναλωτές δεν είχαν πρόβλημα και οι τράπεζες μοίρασαν το χρήμα όπως ο γκρουπιέρης στο casino. Οι κάρτες και τα κάθε μορφής δάνεια να είναι καλά. Όταν καταναλωτικό κοινό και επιχειρηματίες μπορούσαν να βάλει φρένο ο καθένας από τη θέση του πριν αρχίσει αυτή η πορεία προς το μηδέν, δεν το έπραξαν. Τώρα όμως οι ιδιοκτήτες δε δείχνουν διάθεση να βάλουν κι αυτοί πλάτη. Βλέπετε οι βασικοί ιδιοκτήτες των ακινήτων περιορίζονται σε λίγα άτομα. Προτιμούν λοιπόν το κατάστημα κλειστό μέχρι να βρεθεί κάποιος να δώσει € 5.000,00 αντί να το διαθέσουν με € 2.000,00. Δεν είναι δυνατό στην πλατεία μαγαζί των 30 τ.μ. να αξιώνει πάνω από € 10.000,00 μηνιαίως! Σου λέει «δεν έχω ανάγκη, ας μείνει ξενοίκιαστο». Άλλωστε πριν λίγους μήνες γνωστό κατάστημα με έπιπλα έφυγε από την Αγία Παρασκευή για το γειτονικό Χαλάνδρι. Ο ιδιοκτήτης απήντησε πως είναι εισοδηματίας και δε τον ενδιαφέρει αν θα του μείνει κλειστό ή όχι το ακίνητο Τι πεζός και ρηχός τρόπος σκέψης. Αφού δεν το έχουμε ανάγκη γιατί δε μειώνουμε τις απαιτήσεις μας σε λογικά επίπεδα; Δε σκεπτόμαστε ότι έτσι συμβάλλουμε μια επιχείρηση να μειώσει τις τιμές ώστε και δουλειά να έχει και το κυριότερο να μην οδηγηθεί στο λουκέτο και οι υπάλληλοι στο ταμείο ανεργίας; Δεν έχει μεγαλύτερη άραγε αξία από 2.000,00-3.000,00 παραπάνω σε ένα ήδη σεβαστό ενοίκιο, κάποια παιδιά να μην πεινάσουν, κάποιοι γονείς να μην ντρέπονται και το βασικότερο, να διατηρήσει η κοινωνία την αξιοπρέπειά της; Μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η ανεργία και κατα συνέπεια η πείνα, οδηγείται σε επικίνδυνες συμπεριφορές και ως εκ τούτου και αυτοί που δεν έχουν ανάγκη θα βρεθούν στο στόχαστρο. Ενδεχομένως να είναι και οι πρώτοι. Οι τιμές φυσικά κάποια στιγμή μοιραία θα πέσουν. Το ερώτημα όμως είναι ποιοι θα έχουν απομείνει όρθιοι... Αλλά το ζητούμενο είναι να μη βρεθούν συνάνθρωποί μας άνεργοι. Συνάνθρωποί μας που έχουν κάποιο στεγαστικό να αποπληρώσουν, παιδιά να μεγαλώσουν και το βασικότερο, μια ζωή να ζήσουν.
Στην Αγία Παρασκευή φαίνεται πως δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί τι συμβαίνει. Οι απαιτήσεις παραμένουν στα ύψη αλλά τα καταστήματα άδεια. Ακίνητα σε αρκετά καλή θέση όπως το εκλογικό κέντρο των «Μαζί», της «Πόλης» και της «Αδέσμευτης Πόλης» παραμένουν κλειστά κι ας έχουν περάσει 3 μήνες από τις εκλογές. Ας μην εκπλαγούμε αν η επόμενη φορά που θα ζωντανέψουν ξανά θα είναι στις δημοτικές εκλογές του 2014. Οι επαγγελματίες εκφράζουν σοβαρά παράπονα για τα μισθώματα που είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν σε μια εποχή που όλα είναι καθοδικά. Ίσως γιατί πέραν του υπερβολικού τους ύψους, είναι το μόνο μεγάλο έξοδο που θα μπορούσε να του δώσει το φιλί της ζωής αν περιοριζόταν. Άραγε μπορούν να κάνουν κάτι; Φαίνεται πως ναι. Συγκεκριμένα ρωτήσαμε τον Κωνσταντίνο Πετράτο και τη Μαρία Μανώλακα, δικηγόρους, οι οποίοι σχετικά με την κρίση της αγοράς και τα υψηλά μισθώματα προτείνουν τα εξής:
Η μισθωτική σύμβαση είναι σύμβαση εκατέρωθεν παροχών. Η σύμβαση αυτή για να ευδοκιμήσει πρέπει να στηρίζεται και να έχει οδηγό την εντιμότητα και ευθύτητα που απαιτείται στις συναλλαγές κι όχι να υφίσταται δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Καθένας από τους συμβληθέντες είναι οφειλέτης της μιας παροχής και δανειστής της άλλης.
Ο μισθωτής λοιπόν εξαιτίας απρόβλεπτων και ειδικών περιστάσεων, οι οποίες και θίγουν την από πλευράς του παροχή και στη συγκεκριμένη περίπτωση εννοούμε το ενοίκιο που πληρώνει, δύναται, να ζητήσει την αναπροσαρμογή του αρχικού ή αναπροσαρμοσμένου μισθώματος (καταθέτοντας αγωγή αναπροσαρμογής μισθώματος), εφ’ όσον εξαιτίας των περιστάσεων αυτών επήλθε ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του καταστήματος που μισθώνει, με αποτέλεσμα η επιμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να προσκρούει και συνεπώς να είναι αντίθετη προς την εντιμότητα των συναλλαγών, της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κι έτσι να καθιστά τη δική του παροχή υπέρμετρα επαχθή.
Το Δικαστήριο ουσιαστικά θα αποφασίσει, εκτιμώντας τα αποδεικτικά στοιχεία του μισθωτή κι εφ’ όσον η αγωγή είναι ορισμένη, την άρση αυτής της δυσαναλογίας τη και τη μείωση του μισθώματος, αποκαθιστώντας έτσι την καλή πίστη που διαταράχθηκε.
Η νομοθεσία μας και η νομολογία των Δικαστηρίων μας, υπαγορεύει ότι, μεταξύ άλλων, σε μια αγωγή αναπροσαρμογής μισθώματος πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα η μόνιμη μεταβολή των συνθηκών κατά το διάστημα από τη σύναψη της μίσθωσης ή την τροποποίηση αυτής μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στη μεταβολή των συνθηκών και την ουσιώδη απόκλιση του μισθώματος με συνέπεια τη ζημία του μισθωτή.
Ενδεικτικά, μεταβολή των συνθηκών μπορεί να αποτελέσουν, η μείωση του τιμαρίθμου και του ατομικού εισοδήματος, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διαφόρους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων, η μη ζήτηση καταστημάτων για μίσθωση, η μισθωτική αξία όμορων και ομοειδών καταστημάτων, η πρωτοφανής οικονομική κρίση που μαστίζει την αγορά και επέφερε ανασφάλεια και έλλειψη ρευστού χρήματος, η παρακμή που έχει συντελεστεί με την αλματώδη αύξηση της ανεργίας η οποία πιθανά οδηγεί σε αύξηση της εγκληματικότητας που οδηγεί σε υποτονικότητα την αγοραστική κίνηση σε παλαιότερα πολυσύχναστους εμπορικούς δρόμους με συνέπεια τη σημαντική μείωση της μισθωτικής αξίας του ακινήτου.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι η επίκληση της μείωσης της μισθωτικής αξίας του μισθίου θα πρέπει όχι απλά να αναφέρεται αόριστα αλλά να αποδεικνύεται σε συνάρτηση με όμορα ομοειδή ίδιας κατασκευής και με παρόμοιο εμβαδό καταστήματα. Δεν είναι ορθό δηλαδή να ισχυριστούμε ότι το κατάστημα που ενοικιάζουμε, εμβαδού 60 τ.μ. και στο οποίο λειτουργεί η επιχείρησή μας πχ Cafe – Bar, έχει υποστεί μείωση της μισθωτικής του αξίας συγκρίνοντάς το με έτερες επιχειρήσεις πώλησης πχ. υποδημάτων που βρίσκονται σε μια απόσταση 5 ή 6 Km από εμάς με πολύ μεγαλύτερο ή μικρότερο εμβαδό, σε λιγότερο ή περισσότερο εμπορικούς δρόμους. Επίσης ορθό θα ήταν να συμβουλευτούμε και την Ελληνική Στατιστική Αρχή ώστε να μπορούμε να έχουμε και μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή ώστε να διατυπώσουμε το αγωγικό μας αίτημα με ακόμη περισσότερη σαφήνεια.
Για παράδειγμα, αν είχε συμφωνηθεί ετήσια αύξηση του μισθώματος κατά 10% (στην εποχή που ο πληθωρισμός έτρεχε άνω του 10%), πρέπει να αναπροσαρμοσθεί αντίστοιχα και το μίσθωμα, εφόσον ο πληθωρισμός σημείωσε πτώση στο 6%.
Εν ολίγοις για το ορισμένο της αγωγής, απαιτείται κατά τρόπο συγκεκριμένο να παρατεθούν οι ειδικές συνθήκες, οικονομικές – νομισματικές και λοιπές, οι οποίες λειτουργούν ως τροχοπέδη στις υποχρεώσεις του μισθωτή για την καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος και δικαιολογούν με αντικειμενικά κριτήρια τη μείωση αυτού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τοπική αγορά πρέπει να στηριχθεί. Σε αυτό θα την ωφελούσε πολύ ενδεχομένως αν κι οι ίδιοι οι καταστηματάρχες αποκτούσαν ένα αληθινό συλλογικό όργανο το οποίο θα αναλάμβανε πρωτοβουλίες υπέρ τους, σε όποια γωνιά της πόλης μας κι αν βρίσκονται. Πρωτοβουλίες σαν αυτή που έλαβε η ιστοσελίδα μας μαζί με τους επαγγελματίες και πετύχαμε με τη συγκέντρωση της Ηπείρου τον Οκτώβριο του 2010 να σταματήσει η διαδικασία των προστίμων για τις πινακίδες σε όλη την πόλη. Πρωτοβουλίες για τη μείωση των ενοικίων ή για οτιδήποτε άλλο απασχολεί τον καταστηματάρχη. Πρέπει να αναδειχθεί ένα όργανο που θα αγκαλιάσει όλους ανεξαιρέτως τους επαγγελματίες, θα έχει ρεαλιστικές προτάσεις για την επόμενη ημέρα και θα υπηρετεί μόνο το σκοπό αυτό και τίποτε άλλο.
Οι αγιοπαρασκευιώτες πρέπει να προτιμούμε την αγορά μας. Η αγορά μας θα πρέπει να κατεβάσει τις τιμές της. Ας κατεβάσουν όμως πρώτα και κάποιοι που δεν έχουν τόση ανάγκη τις υπερβολικές τους απαιτήσεις ώστε όλοι να πάρουν την αναγκαία ανάσα που χρειάζονται για να επιβιώσουν. Αν η κοινωνία καταρρεύσει τότε έχουν πολύ περισσότερα να χάσουν από ένα απλό περιορισμό του κέρδους τους. Η διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού αποτελεί το διακύβευμα και ταυτόχρονα το μεγάλο στοίχημα των ημερών. Άραγε μπορούμε να το κερδίσουμε;
Μαζίδης Στρατής
Σημείωση: ευχαριστούμε το δικηγορικό γραφείο "Μαρία Μανώλακα - Κωνσταντίνος Πετράτος" (Μεσογείων 451 - τηλ: 211-0123345) για τη συνεργασία τους και τη συμβολή τους στη σύνταξη του κειμένου.